Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Κάλαντα και Χριστόψωμα στην παλιά Φλώρινα

Χριστόψωμα της Φλώρινας φτιαγμένα από την Σία Μεκάση

Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Και όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, οι ετοιμασίες ήταν ατελείωτες. Όλοι ψώνιζαν για να είναι το σπίτι γεμάτο τις άγιες αυτές ημέρες. Όλοι χαίρονταν με την σκέψη και μόνο ότι πλησιάζει η μεγάλη γιορτή, που ζέσταινε τις ψυχές τους στην μέση του χειμώνα. Αναμονή και προσμονή. Περισσότερο όμως για τα παιδιά, που γι αυτά τα κάλαντα των
Χριστουγέννων ήταν τότε κάτι διαφορετικό. Ήταν κάτι που περίμεναν όλο τον χρόνο. Ήθελαν να χτυπήσουν κάθε πόρτα των σπιτιών της γειτονιάς και να αναγγείλουν το χαρμόσυνο μήνυμα ψέλνοντας: «Καλήν ημέραν άρχοντες…» μέσα στην παγερή πόλη. Τα δρομάκια χιονισμένα, οι πάγοι να κρέμονται από τα κεραμίδια και το κρύο να κοκκινίζει τις μύτες και τα αυτιά. Και όμως οι μικροί καλαντιστές δυο, δυο και τρεις, τρεις, απτόητοι από το κρύο του χειμώνα και μάλλον χαρούμενοι από την προσμονή των άγιων ημερών, έλεγαν τα κάλαντα και πέρα από τα όρια της γειτονιάς. Τα φτωχά παιδιά άρχιζαν τα κάλαντα από το πρωί και τελείωναν το βράδυ. Περνούσαν από όλα σχεδόν τα σπίτια, για να μαζέψουν όσο γινόταν περισσότερες πεντάρες, δεκάρες και πενηντάλεπτα, αλλά και ότι άλλο τους έδιναν οι νοικοκυρές. Και έδιναν τότε με την καρδιά τους, καθώς τα Χριστούγεννα τα ένοιωθαν διαφορετικά. Τηρούσαν τα έθιμα, που βασίζονταν στην χριστιανική αγάπη.
Τα κάλαντα των Χριστουγέννων άρχιζαν το επόμενο πρωί μετά το άναμμα των Φωτιών. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας οι Φωτιές άναβαν στις εφτά το πρωί, επειδή οι τούρκοι δεν επέτρεπαν να ανάψουν τα μεσάνυχτα. Οι Φωτιές τότε ήταν μικρές. Μετά το άναμμα της πρωινής φωτιάς, όλα τα παιδιά σκορπούσαν να πουν τα κάλαντα στα σπίτια της γειτονιάς.
Από το προηγούμενο βράδυ άρχιζαν οι νοικοκυρές τις ετοιμασίες τους, έτσι ώστε το πρωί όλα να είναι έτοιμα, για να δώσουν στα παιδιά που θα τους πουν τα κάλαντα. Ζύμωναν για να φτιάξουν τα Χριστόψωμα. Έκαμναν μια μπάλα όσο η χούφτα τους και την πατούσαν να γίνει επίπεδη. Μετά με το μαχαίρι έκοβαν το ζυμάρι και έδιναν διάφορα σχήματα. Το ζυμάρι που αφαιρούσαν, το πρόσθεταν πάνω στο βασικό σχέδιο, έτσι που να γίνει ανάγλυφο. Με αυτόν τον τρόπο έφτιαχναν την Παναγιά με τον νεογέννητο Χριστό στην αγκαλιά. Επίσης ο νεογέννητος Χριστός στην φάτνη.  Άλλο σχέδιο ήταν ο Ιωσήφ με την γκλίτσα του, και τα περισσότερα ήταν σαν κουκουβάγιες, με σχέδια, όπως αυτά των ανθεμίων. Τέλος, τα έψηναν στον φούρνο όπως το ψωμί και τα τύλιγαν σε μια πετσέτα για να διατηρηθούν αφράτα.  Αυτά ήταν τα Χριστόψωμα της πόλης της Φλώρινας. Τα Χριστόψωμα όμως δεν ήταν και πολλά. Αυτά τα έφτιαχναν για τα παιδιά των συγγενών, των φίλων και των γειτόνων. Οι νοικοκυρές που κατάγονταν από το Πισοδέρι και το Μοναστήρι έφτιαχναν τα πιο ωραία Χριστόψωμα. Ίσως από αυτές τις νοικοκυρές διαδόθηκε το έθιμο αυτό και στις άλλες νοικοκυρές της πόλης της Φλώρινας.
Επίσης οι νοικοκυρές έβραζαν σε μια μεγάλη κατσαρόλα τα κάστανα. Ζεστά κάστανα μοίραζαν στις χούφτες των παιδιών, που έλεγαν τα κάλαντα, για να τους ζεστάνουν τα παγωμένα χέρια τους. Τα παιδιά έτρωγαν μερικά από αυτά και άλλα έβαζαν στις τσέπες τους για να τα φάνε αργότερα. Οι νοικοκυρές πολλές φορές τους έδιναν και ξερά σύκα και καμιά φορά και κανένα μανταρίνι.        
Υπήρχαν όμως και τα μαγαζιά της αγοράς, όπου έλεγαν τα κάλαντα, όχι για να πάρουν τα κεράσματα κατά το έθιμο, αλλά μερικά κέρματα. Μικρά κέρματα, αλλά μετά από αρκετή ώρα τα μικρά κέρματα γίνονταν πολλά. Με χαρά τα μετρούσαν τα παιδιά στο τέλος και τα μοίραζαν δίκαια. Με τα κέρματα αυτά αγόραζαν κάποια παιχνίδια ή μια λαστιχένια μπάλα.
Σήμερα διατηρούνται σχεδόν όλα τα έθιμα των Χριστουγέννων. Μόνο τα Χριστόψωμα δεν συνηθίζονται. Κάποιες παλιές νοικοκυρές όμως κρατούν το έθιμο και φτιάχνουν κάθε χρόνο τις ημέρες αυτές αρκετά Χριστόψωμα για να χαρούν τα εγγόνια τους. Καλό θα ήταν οι νέες γυναίκες να μάθουν να φτιάχνουν Χριστόψωμα για να συνεχιστεί η παράδοση, μια παράδοση αιώνων. Τα Χριστόψωμα, αυτά τα ανάγλυφα ψωμάκια με τις εξαιρετικές παραστάσεις, από την Γέννηση του Χριστού, αλλά και αυτά που έμοιαζαν σαν κουκουβάγιες, το σύμβολο της σοφίας, ας παραμείνουν στα έθιμα μας. Οι νέες γυναίκες είναι αυτές που θα διατηρήσουν το έθιμο, ώστε τα ανάγλυφα αυτά ψωμάκια, τα Χριστόψωμα των Χριστουγέννων, να παραμείνουν στην χριστιανική μας παράδοση.

Δημήτρης Μεκάσης


3 σχόλια:

  1. ΕΜΑΣ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΚΥΡΙΕ ΜΕΚΑΣΗ ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΔΙΝΑΝ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΑ ΜΟΝΟ ΚΑΣΤΑΝΑ ΚΑΙ ΚΑΡΑΜΕΛΕΣ ΜΑΣ ΕΔΙΝΑΝ!!! ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΒΛΕΠΩ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΑ!!! ΟΜΟΡΦΑ ΕΙΝΑΙ!! ΤΕΛΕΙΕΣ ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΜΕΤΑΦΕΡΑΤΕ!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σε ευχαριστούμε για το όμορφο κείμενο που μας φίλεψες. Γραμμένο με αγάπη για την πόλη μας, για την παράδοση, χωρίς ολοφυρμούς για ό,τι χάθηκε...
    Ναι. Δεν παρασκευάζουν πια οι νοικοκυρές χριστόψωμα. Κατανοητό.
    Δεν προσφέρονται κάστανα στους "καλαντιστές" Και αυτό κατανοητό και αναμενόμενο
    Αλλά να μην ακούς "καλην εσπέρα, άρχοντες..." και να σου τριβελίζει τα αυτιά εκείνο το "τρίγωνα κάλαντα μες στη γειτονιά ..."( που δεν είναι τραγούδι καλάντων, νομίζω) είναι απογοητευτικό έως εξοργιστικό

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Φίλτατε Δημήτρη, άψογος όπως πάντα. Θα μου επιτρέψεις για μια ακόμη φορά να προσθέσω και κάποιες δικές μου μνήμες για τα κάλαντα, αποφεύγοντας οποιαδήποτε αναφορά στα Χριστόψωμα, αφού το θέμα το κάλυψες απόλυτα. Στην εποχή μου λέγαμε τα κάλαντα στις 23 Δεκεμβρίου και οι μικροί καλαντιστές έπαιρναν ως "αμοιβή" κάστανα, πορτοκάλια και μανταρίνια. Με τα λίγα κέρματα που μάζευαν, αγόραζαν το πετρέλαιο που θα τους βοηθούσε να ανάψουν τη φωτιά της γειτονίας. Τα κάλαντα είχαν διαφορετικό χαρακτήρα. Δεν ήταν υπόθεση του κάθε παιδιού τι θα συγκεντρώσει, αλλά όλων των παιδιών της γειτονιάς. Νωρίς το απόγευμα άναβαν μια μικρή φωτιά και πηδούσαν από πάνω. Στη συνέχεια έψηναν τα κάστανα που είχαν συγκεντρώσει και μαζί με τα άλλα φρούτα (πορτοκάλια, μανταρίνια) τα μοίραζαν μεταξύ τους. Το βράδυ υπήρχε σχεδόν σε κάθε φωτιά και ένας σαλεπτσής. Οι "οικοδεσπότες" της φωτιάς κερνούσαν σαλέπι τους λίγους διερχομένους, που προέρχονταν από άλλες γειτονιές για να συγκρίνουν την κάθε φωτιά με τη δική τους. Κάποια χρονιά ο - τότε - Δήμαρχος, αείμνηστος κ. Σούλας είχε στείλει υπαλλήλους του Δήμου να εκτιμήσουν το ύψος της φωτιάς και τα παιδιά της γειτονιάς που άναβε τη μεγαλύτερη (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των υπαλλήλων), έπαιρναν από ένα δώρο από τον κ. Δήμαρχο. Το δώρο ήταν (αν θυμάμαι καλά) μια συλλογή βιβλίων του μακεδονομάχου κ. Γεωργίου Μόδη. Θέλω να επισημάνω ότι τότε οι φωτιές ήταν καθαρά ΕΘΙΜΟ. Δεν είχαν αποκτήσει εμπορικό χαρακτήρα. Οι Φλωρινιώτες επισκέπτονταν όλες τις φωτιές της πόλης με τα πόδια, καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας. Το πρωί οι νοικοκυρές με ένα μικρό φτυαράκι έπαιρναν λίγα αναμμένα κάρβουνα (ζάρια τα λέγαμε τότε) από τη φωτιά, για να ανάψουν με εκείνα τις ξυλόσομπες του σπιτιού τους. Το θεωρούσαν κάτι σαν ευλογία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή